Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δολοποιός
δολορράφος
δόλος
δολοφονέω
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δομαῖος
δομή
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακῖτις
View word page
δόλων
δόλων δόλων, ωνος, δόλος a secret weapon, poniard, stiletto, Plut.
ShortDef
a secret weapon, poniard, stiletto
Dolon
Debugging
Headword:
δόλων
Headword (normalized):
δόλων
Headword (normalized/stripped):
δολων
IDX:
8733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8736
Key:
do/lwn
Data
{'content': 'δόλων\n δόλων, ωνος,\n δόλος\n a secret weapon, poniard, stiletto, Plut.', 'key': 'do/lwn'}