Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορράφος
δόλος
δολοφονέω
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δομαῖος
δομή
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δονακεύομαι
View word page
δολόω
δολόω δολόω, fut. -ώσω δόλος to beguile, ensnare, take by craft, Hes., Hdt., Attic to disguise, Soph.

ShortDef

to beguile, ensnare, take by craft

Debugging

Headword:
δολόω
Headword (normalized):
δολόω
Headword (normalized/stripped):
δολοω
IDX:
8731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8734
Key:
dolo/w

Data

{'content': 'δολόω\n δολόω,\n fut. -ώσω\n δόλος\n to beguile, ensnare, take by craft, Hes., Hdt., Attic\n to disguise, Soph.', 'key': 'dolo/w'}