Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δολομήτης
δολόμυθος
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορράφος
δόλος
δολοφονέω
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δομαῖος
δομή
δόμονδε
δόμος
View word page
δολοφρονέων
δολοφρονέων only as a partic. planning craft, wily-minded, Hom.

ShortDef

planning craft, wily-minded

Debugging

Headword:
δολοφρονέων
Headword (normalized):
δολοφρονέων
Headword (normalized/stripped):
δολοφρονεων
IDX:
8729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8732
Key:
dolofrone/wn

Data

{'content': 'δολοφρονέων\n only as a partic.\n planning craft, wily-minded, Hom.', 'key': 'dolofrone/wn'}