Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δολόεις
δολομήτης
δολόμυθος
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορράφος
δόλος
δολοφονέω
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δομαῖος
δομή
δόμονδε
View word page
δολοφραδής
δολοφραδής δολο-φρᾰδής, ές δολόφρων, -ον Aesch., Anth. φράζω wily-minded, Hhymn.

ShortDef

wily-minded

Debugging

Headword:
δολοφραδής
Headword (normalized):
δολοφραδής
Headword (normalized/stripped):
δολοφραδης
IDX:
8728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8731
Key:
dolofradh/s

Data

{'content': 'δολοφραδής\n δολο-φρᾰδής, ές\n δολόφρων, -ον Aesch., Anth.\n φράζω\n wily-minded, Hhymn.', 'key': 'dolofradh/s'}