Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δολιχός
δόλιχος
δολόεις
δολομήτης
δολόμυθος
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορράφος
δόλος
δολοφονέω
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δομαῖος
View word page
δολοφονέω
δολοφονέω δολοφονέω, fut. -ήσω to murder by treachery, Dem. from δολοφόνος
ShortDef
to murder by treachery
Debugging
Headword:
δολοφονέω
Headword (normalized):
δολοφονέω
Headword (normalized/stripped):
δολοφονεω
IDX:
8726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8729
Key:
dolofone/w
Data
{'content': 'δολοφονέω\n δολοφονέω,\n fut. -ήσω\n to murder by treachery, Dem.\n from δολοφόνος', 'key': 'dolofone/w'}