Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δολιχοδρόμος
δολιχόσκιος
δολιχός
δόλιχος
δολόεις
δολομήτης
δολόμυθος
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορράφος
δόλος
δολοφονέω
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
δόλων
δολῶπις
View word page
δολορράφος
δολορράφος δολορ-ράφος (ᾰ), ον ῥάπτω contriving wiles.

ShortDef

contriving wiles

Debugging

Headword:
δολορράφος
Headword (normalized):
δολορράφος
Headword (normalized/stripped):
δολορραφος
IDX:
8724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8727
Key:
dolorra/fos

Data

{'content': 'δολορράφος\n δολορ-ράφος (ᾰ), ον\n ῥάπτω\n contriving wiles.', 'key': 'dolorra/fos'}