Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχόσκιος
δολιχός
δόλιχος
δολόεις
δολομήτης
δολόμυθος
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορράφος
δόλος
δολοφονέω
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
δόλων
View word page
δολοποιός
δολοποιός δολο-ποιός, όν ποιέω treacherous, ensnaring, Soph.
ShortDef
treacherous, ensnaring
Debugging
Headword:
δολοποιός
Headword (normalized):
δολοποιός
Headword (normalized/stripped):
δολοποιος
IDX:
8723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8726
Key:
dolopoio/s
Data
{'content': 'δολοποιός\n δολο-ποιός, όν\n ποιέω\n treacherous, ensnaring, Soph.', 'key': 'dolopoio/s'}