Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχόσκιος
δολιχός
δόλιχος
δολόεις
δολομήτης
δολόμυθος
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορράφος
δόλος
δολοφονέω
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
View word page
δολοπλόκος
δολοπλόκος δολο-πλόκος, ον πλέκω weaving wiles, Sapph., Arist.

ShortDef

weaving wiles

Debugging

Headword:
δολοπλόκος
Headword (normalized):
δολοπλόκος
Headword (normalized/stripped):
δολοπλοκος
IDX:
8722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8725
Key:
doloplo/kos

Data

{'content': 'δολοπλόκος\n δολο-πλόκος, ον\n πλέκω\n weaving wiles, Sapph., Arist.', 'key': 'doloplo/kos'}