Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχόσκιος
δολιχός
δόλιχος
δολόεις
δολομήτης
δολόμυθος
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορράφος
δόλος
δολοφονέω
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
δολόω
View word page
δολοπλοκία
δολοπλοκία δολοπλοκία, ἡ, subtlety, craft, Theogn. from δολοπλόκος
ShortDef
subtlety, craft
Debugging
Headword:
δολοπλοκία
Headword (normalized):
δολοπλοκία
Headword (normalized/stripped):
δολοπλοκια
IDX:
8721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8724
Key:
doloploki/a
Data
{'content': 'δολοπλοκία\n δολοπλοκία, ἡ,\n subtlety, craft, Theogn.\n from δολοπλόκος', 'key': 'doloploki/a'}