Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δολιχεύω
δολιχήρετμος
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχόσκιος
δολιχός
δόλιχος
δολόεις
δολομήτης
δολόμυθος
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορράφος
δόλος
δολοφονέω
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
View word page
δολομήτης
δολομήτης δολο-μήτης, ου, and δολόμητις ιδος, ὁ, crafty of counsel, wily, Hom.
ShortDef
crafty of counsel, wily
Debugging
Headword:
δολομήτης
Headword (normalized):
δολομήτης
Headword (normalized/stripped):
δολομητης
IDX:
8719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8722
Key:
dolomh/ths
Data
{'content': 'δολομήτης\n δολο-μήτης, ου,\n and δολόμητις ιδος, ὁ, \n crafty of counsel, wily, Hom.', 'key': 'dolomh/ths'}