Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δολιχεγχής
δολιχεύω
δολιχήρετμος
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχόσκιος
δολιχός
δόλιχος
δολόεις
δολομήτης
δολόμυθος
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορράφος
δόλος
δολοφονέω
δολοφόνος
δολοφραδής
View word page
δολόεις
δολόεις δολόεις, εσσα, εν δόλος subtle, wily, Od. of things, craftily contrived, Eur.

ShortDef

subtle, wily

Debugging

Headword:
δολόεις
Headword (normalized):
δολόεις
Headword (normalized/stripped):
δολοεις
IDX:
8718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8721
Key:
dolo/eis

Data

{'content': 'δολόεις\n δολόεις, εσσα, εν\n δόλος\n subtle, wily, Od.\n of things, craftily contrived, Eur.', 'key': 'dolo/eis'}