Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δόλιος
δολιόφρων
δολιόω
δολίχαυλος
δολιχεγχής
δολιχεύω
δολιχήρετμος
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχόσκιος
δολιχός
δόλιχος
δολόεις
δολομήτης
δολόμυθος
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορράφος
View word page
δολιχοδρόμος
δολιχοδρόμος δολῐχο-δρόμος, ον δόλιχος running the long course, Plat., Xen.
ShortDef
running the long course
Debugging
Headword:
δολιχοδρόμος
Headword (normalized):
δολιχοδρόμος
Headword (normalized/stripped):
δολιχοδρομος
IDX:
8714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8717
Key:
dolixodro/mos
Data
{'content': 'δολιχοδρόμος\n δολῐχο-δρόμος, ον\n δόλιχος\n running the long course, Plat., Xen.', 'key': 'dolixodro/mos'}