Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δολιόπους
δόλιος
δολιόφρων
δολιόω
δολίχαυλος
δολιχεγχής
δολιχεύω
δολιχήρετμος
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχόσκιος
δολιχός
δόλιχος
δολόεις
δολομήτης
δολόμυθος
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
View word page
δολιχοδρομέω
δολιχοδρομέω δολῐχοδρομέω, fut. -ήσω to run the δόλιχος, Aeschin. from δολῐχοδρόμος

ShortDef

to run the long course

Debugging

Headword:
δολιχοδρομέω
Headword (normalized):
δολιχοδρομέω
Headword (normalized/stripped):
δολιχοδρομεω
IDX:
8713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8716
Key:
dolixodrome/w

Data

{'content': 'δολιχοδρομέω\n δολῐχοδρομέω,\n fut. -ήσω\n to run the δόλιχος, Aeschin.\n from δολῐχοδρόμος', 'key': 'dolixodrome/w'}