Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δολερός
δολιόπους
δόλιος
δολιόφρων
δολιόω
δολίχαυλος
δολιχεγχής
δολιχεύω
δολιχήρετμος
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχόσκιος
δολιχός
δόλιχος
δολόεις
δολομήτης
δολόμυθος
δολοπλοκία
δολοπλόκος
View word page
δολιχόδειρος
δολιχόδειρος , ον, δουλιχ- Epic Ionic δειρή long-necked, Il.

ShortDef

long-necked

Debugging

Headword:
δολιχόδειρος
Headword (normalized):
δολιχόδειρος
Headword (normalized/stripped):
δολιχοδειρος
IDX:
8712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8715
Key:
dolixo/deiros

Data

{'content': 'δολιχόδειρος\n , ον, \n δουλιχ- Epic Ionic\n δειρή\n long-necked, Il.', 'key': 'dolixo/deiros'}