Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δόκιμος
δοκός
δολερός
δολιόπους
δόλιος
δολιόφρων
δολιόω
δολίχαυλος
δολιχεγχής
δολιχεύω
δολιχήρετμος
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχόσκιος
δολιχός
δόλιχος
δολόεις
δολομήτης
δολόμυθος
View word page
δολιχήρετμος
δολιχήρετμος δολῐχ-ήρετμος, ον ἐρετμός long-oared, of a ship, Od.; of men, using long oars, Od.

ShortDef

long-oared

Debugging

Headword:
δολιχήρετμος
Headword (normalized):
δολιχήρετμος
Headword (normalized/stripped):
δολιχηρετμος
IDX:
8710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8713
Key:
dolixh/retmos

Data

{'content': 'δολιχήρετμος\n δολῐχ-ήρετμος, ον\n ἐρετμός\n long-oared, of a ship, Od.; of men, using long oars, Od.', 'key': 'dolixh/retmos'}