Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δοκιμή
δόκιμος
δοκός
δολερός
δολιόπους
δόλιος
δολιόφρων
δολιόω
δολίχαυλος
δολιχεγχής
δολιχεύω
δολιχήρετμος
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχόσκιος
δολιχός
δόλιχος
δολόεις
δολομήτης
View word page
δολιχεύω
δολιχεύω δολῐχεύω, fut. -σω = δολιχοδρομέω, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δολιχεύω
Headword (normalized):
δολιχεύω
Headword (normalized/stripped):
δολιχευω
IDX:
8709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8712
Key:
dolixeu/w
Data
{'content': 'δολιχεύω\n δολῐχεύω,\n fut. -σω\n = δολιχοδρομέω, Anth.', 'key': 'dolixeu/w'}