Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δοκιμαστής
δοκιμεῖον
δοκιμή
δόκιμος
δοκός
δολερός
δολιόπους
δόλιος
δολιόφρων
δολιόω
δολίχαυλος
δολιχεγχής
δολιχεύω
δολιχήρετμος
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχόσκιος
δολιχός
δόλιχος
View word page
δολίχαυλος
δολίχαυλος δολίχ-αυλος, ον with a long tube or socket, Od.
ShortDef
with a long tube
Debugging
Headword:
δολίχαυλος
Headword (normalized):
δολίχαυλος
Headword (normalized/stripped):
δολιχαυλος
IDX:
8707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8710
Key:
doli/xaulos
Data
{'content': 'δολίχαυλος\n δολίχ-αυλος, ον\n with a long tube or socket, Od.', 'key': 'doli/xaulos'}