Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δόκησις
δοκιμάζω
δοκιμασία
δοκιμαστής
δοκιμεῖον
δοκιμή
δόκιμος
δοκός
δολερός
δολιόπους
δόλιος
δολιόφρων
δολιόω
δολίχαυλος
δολιχεγχής
δολιχεύω
δολιχήρετμος
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
View word page
δόλιος
δόλιος , α ον; ος ον, crafty, deceitful, treacherous, Od., Trag.
ShortDef
crafty, deceitful, treacherous
Debugging
Headword:
δόλιος
Headword (normalized):
δόλιος
Headword (normalized/stripped):
δολιος
IDX:
8704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8707
Key:
do/lios
Data
{'content': 'δόλιος\n , α ον; ος ον, \n crafty, deceitful, treacherous, Od., Trag.', 'key': 'do/lios'}