Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δόκημα
δοκή
δοκησίσοφος
δόκησις
δοκιμάζω
δοκιμασία
δοκιμαστής
δοκιμεῖον
δοκιμή
δόκιμος
δοκός
δολερός
δολιόπους
δόλιος
δολιόφρων
δολιόω
δολίχαυλος
δολιχεγχής
δολιχεύω
δολιχήρετμος
δολιχογραφία
View word page
δοκός
δοκός -ου, ἡ, ὁ, δοκίς, -ίδος ἡ diminutive Xen. δέχομαι a bearing-beam, in the roof or floor of a house, Od.: generally, a balk or beam, Il., Thuc.: the bar of a gate or door, Ar.

ShortDef

a bearing-beam

Debugging

Headword:
δοκός
Headword (normalized):
δοκός
Headword (normalized/stripped):
δοκος
IDX:
8701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8704
Key:
doko/s

Data

{'content': 'δοκός\n -ου, ἡ, ὁ, \n δοκίς, -ίδος ἡ diminutive Xen.\n δέχομαι\n a bearing-beam, in the roof or floor of a house, Od.: generally, a balk or beam, Il., Thuc.: the bar of a gate or door, Ar.', 'key': 'doko/s'}