Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δοκεύω
δοκέω
δόκημα
δοκή
δοκησίσοφος
δόκησις
δοκιμάζω
δοκιμασία
δοκιμαστής
δοκιμεῖον
δοκιμή
δόκιμος
δοκός
δολερός
δολιόπους
δόλιος
δολιόφρων
δολιόω
δολίχαυλος
δολιχεγχής
δολιχεύω
View word page
δοκιμή
δοκιμή , ἡ, a proof, test: tried character, NTest. from δόκιμος
ShortDef
a proof, test: tried character
Debugging
Headword:
δοκιμή
Headword (normalized):
δοκιμή
Headword (normalized/stripped):
δοκιμη
IDX:
8699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8702
Key:
dokimh/
Data
{'content': 'δοκιμή\n , ἡ, \n a proof, test: tried character, NTest.\n from δόκιμος', 'key': 'dokimh/'}