Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δοιοτόκος
δοιώ
δοκεύω
δοκέω
δόκημα
δοκή
δοκησίσοφος
δόκησις
δοκιμάζω
δοκιμασία
δοκιμαστής
δοκιμεῖον
δοκιμή
δόκιμος
δοκός
δολερός
δολιόπους
δόλιος
δολιόφρων
δολιόω
δολίχαυλος
View word page
δοκιμαστής
δοκιμαστής -ου, ὁ, δοκιμάζω an assayer, scrutineer, Plat., Dem. an approver, panegyrist, Dem.

ShortDef

an assayer, scrutineer

Debugging

Headword:
δοκιμαστής
Headword (normalized):
δοκιμαστής
Headword (normalized/stripped):
δοκιμαστης
IDX:
8697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8700
Key:
dokimasth/s

Data

{'content': 'δοκιμαστής\n -ου, ὁ, \n δοκιμάζω\n an assayer, scrutineer, Plat., Dem.\n an approver, panegyrist, Dem.', 'key': 'dokimasth/s'}