Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγακλυτός
ἀγα-κτιμένη
ἀγάλακτος
ἀγαλλίασις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματοποιός
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
ἀγαμία
ἄγαμος
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
View word page
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνόνεος of or having to do with Agamemnon, Hom., Pind., Aesch.

ShortDef

of Agamemnon

Debugging

Headword:
Ἀγαμεμνόνεος
Headword (normalized):
ἀγαμεμνόνεος
Headword (normalized/stripped):
αγαμεμνονεος
IDX:
87
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n87
Key:
*)agamemno/neos

Data

{'content': 'Ἀγαμεμνόνεος\n of or having to do with Agamemnon, Hom., Pind., Aesch.', 'key': '*)agamemno/neos'}