Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δογματίζω
δοθιήν
δοιδυκοποιός
δοῖδυξ
δοιή
δοιοί
δοιοτόκος
δοιώ
δοκεύω
δοκέω
δόκημα
δοκή
δοκησίσοφος
δόκησις
δοκιμάζω
δοκιμασία
δοκιμαστής
δοκιμεῖον
δοκιμή
δόκιμος
δοκός
View word page
δόκημα
δόκημα -ματος, τό, δοκέω a vision, fancy, Eur.; οἱ δοκήμασιν σοφοί the wise in appearance, Eur. opinion, expectation, Eur.
ShortDef
a vision, fancy
Debugging
Headword:
δόκημα
Headword (normalized):
δόκημα
Headword (normalized/stripped):
δοκημα
IDX:
8691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8694
Key:
do/khma
Data
{'content': 'δόκημα\n -ματος, τό, \n δοκέω\n a vision, fancy, Eur.; οἱ δοκήμασιν σοφοί the wise in appearance, Eur.\n opinion, expectation, Eur.', 'key': 'do/khma'}