Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δοάσσατο
δόγμα
δογματίζω
δοθιήν
δοιδυκοποιός
δοῖδυξ
δοιή
δοιοί
δοιοτόκος
δοιώ
δοκεύω
δοκέω
δόκημα
δοκή
δοκησίσοφος
δόκησις
δοκιμάζω
δοκιμασία
δοκιμαστής
δοκιμεῖον
δοκιμή
View word page
δοκεύω
δοκεύω δέχομαι to keep an eye upon, watch narrowly, Il., Pind., Eur.

ShortDef

to keep an eye upon, watch narrowly

Debugging

Headword:
δοκεύω
Headword (normalized):
δοκεύω
Headword (normalized/stripped):
δοκευω
IDX:
8689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8692
Key:
dokeu/w

Data

{'content': 'δοκεύω\n δέχομαι\n to keep an eye upon, watch narrowly, Il., Pind., Eur.', 'key': 'dokeu/w'}