Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δνοφερός
δνόφος
δοάσσατο
δόγμα
δογματίζω
δοθιήν
δοιδυκοποιός
δοῖδυξ
δοιή
δοιοί
δοιοτόκος
δοιώ
δοκεύω
δοκέω
δόκημα
δοκή
δοκησίσοφος
δόκησις
δοκιμάζω
δοκιμασία
δοκιμαστής
View word page
δοιοτόκος
δοιοτόκος from δοιοί , ον, τίκτω bearing twins, Anth.
ShortDef
bearing twins
Debugging
Headword:
δοιοτόκος
Headword (normalized):
δοιοτόκος
Headword (normalized/stripped):
δοιοτοκος
IDX:
8687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8690
Key:
doioto/kos
Data
{'content': 'δοιοτόκος\n from δοιοί\n , ον, \n τίκτω\n bearing twins, Anth.', 'key': 'doioto/kos'}