Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δμώς
δνοπαλίζω
δνοφερός
δνόφος
δοάσσατο
δόγμα
δογματίζω
δοθιήν
δοιδυκοποιός
δοῖδυξ
δοιή
δοιοί
δοιοτόκος
δοιώ
δοκεύω
δοκέω
δόκημα
δοκή
δοκησίσοφος
δόκησις
δοκιμάζω
View word page
δοιή
δοιή δοιή, ἡ, δύο doubt, perplexity, ἐν δοιῇ Il.
ShortDef
doubt, perplexity
Debugging
Headword:
δοιή
Headword (normalized):
δοιή
Headword (normalized/stripped):
δοιη
IDX:
8685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8688
Key:
doih/
Data
{'content': 'δοιή\n δοιή, ἡ,\n δύο\n doubt, perplexity, ἐν δοιῇ Il.', 'key': 'doih/'}