Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δμώϊος
δμώς
δνοπαλίζω
δνοφερός
δνόφος
δοάσσατο
δόγμα
δογματίζω
δοθιήν
δοιδυκοποιός
δοῖδυξ
δοιή
δοιοί
δοιοτόκος
δοιώ
δοκεύω
δοκέω
δόκημα
δοκή
δοκησίσοφος
δόκησις
View word page
δοῖδυξ
δοῖδυξ , κος, ὁ, a pestle, Ar., etc. deriv. uncertain

ShortDef

a pestle

Debugging

Headword:
δοῖδυξ
Headword (normalized):
δοῖδυξ
Headword (normalized/stripped):
δοιδυξ
IDX:
8684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8687
Key:
doi=duc

Data

{'content': 'δοῖδυξ\n , κος, ὁ, \n a pestle, Ar., etc.\n deriv. uncertain', 'key': 'doi=duc'}