Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δμωή
δμώϊος
δμώς
δνοπαλίζω
δνοφερός
δνόφος
δοάσσατο
δόγμα
δογματίζω
δοθιήν
δοιδυκοποιός
δοῖδυξ
δοιή
δοιοί
δοιοτόκος
δοιώ
δοκεύω
δοκέω
δόκημα
δοκή
δοκησίσοφος
View word page
δοιδυκοποιός
δοιδυκοποιός -ου, ὁ, from δοῖδυξ, ποιέω a pestle-maker, Plut.

ShortDef

a pestle-maker

Debugging

Headword:
δοιδυκοποιός
Headword (normalized):
δοιδυκοποιός
Headword (normalized/stripped):
δοιδυκοποιος
IDX:
8683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8686
Key:
doidukopoio/s

Data

{'content': 'δοιδυκοποιός\n -ου, ὁ, \n from δοῖδυξ, ποιέω\n a pestle-maker, Plut.', 'key': 'doidukopoio/s'}