Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δίωσις
δίωτος
δμῆσις
δμητήρ
δμωή
δμώϊος
δμώς
δνοπαλίζω
δνοφερός
δνόφος
δοάσσατο
δόγμα
δογματίζω
δοθιήν
δοιδυκοποιός
δοῖδυξ
δοιή
δοιοί
δοιοτόκος
δοιώ
δοκεύω
View word page
δοάσσατο
δοάσσατο δοάσσατο Attic ἔδοξε it seemed, Hom.; ὡς ἄν σοι πλήμνη δοάσσεται ἱκέσθαι (Epic subj. for -htai) till the nave appear to graze, Il.: cf. δέατο.
ShortDef
it seemed
Debugging
Headword:
δοάσσατο
Headword (normalized):
δοάσσατο
Headword (normalized/stripped):
δοασσατο
IDX:
8679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8682
Key:
doa/ssato
Data
{'content': 'δοάσσατο\n δοάσσατο Attic ἔδοξε\n it seemed, Hom.; ὡς ἄν σοι πλήμνη δοάσσεται ἱκέσθαι (Epic subj. for -htai) till the nave appear to graze, Il.: cf. δέατο.', 'key': 'doa/ssato'}