Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διώκω
διωλένιος
διωλύγιος
διωμοσία
διώμοτος
διώνυμος
διωξικέλευθος
διώξιππος
δίωξις
δίω
διῶρυξ
διωρυχή
δίωσις
δίωτος
δμῆσις
δμητήρ
δμωή
δμώϊος
δμώς
δνοπαλίζω
δνοφερός
View word page
διῶρυξ
διῶρυξ -χος, ἡ, διορύσσω a trench, conduit, canal, Hdt., Thuc.; κρυπτὴ δ. an underground passage, Hdt.
ShortDef
a trench, conduit, canal
Debugging
Headword:
διῶρυξ
Headword (normalized):
διῶρυξ
Headword (normalized/stripped):
διωρυξ
IDX:
8667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8670
Key:
diw=ruc
Data
{'content': 'διῶρυξ\n -χος, ἡ, \n διορύσσω\n a trench, conduit, canal, Hdt., Thuc.; κρυπτὴ δ. an underground passage, Hdt.', 'key': 'diw=ruc'}