Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δίχα
διχαστής
δίχηλος
διχῆ
διχήρης
διχθάδιος
διχθά
διχογνωμονέω
διχογνώμων
διχόθεν
διχοίνικος
διχομηνία
διχόμηνος
διχόμυθος
διχόνοια
διχόνοος
διχορραγής
διχόρροπος
διχοστασία
διχοστατέω
διχοτομέω
View word page
διχοίνικος
διχοίνικος δῐ-χοίνῐκος, ον holding 2 χοίνικες, near 3 pints, Ar.
ShortDef
holding two χοίνικες
Debugging
Headword:
διχοίνικος
Headword (normalized):
διχοίνικος
Headword (normalized/stripped):
διχοινικος
IDX:
8627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8630
Key:
dixoi/nikos
Data
{'content': 'διχοίνικος\n δῐ-χοίνῐκος, ον\n holding 2 χοίνικες, near 3 pints, Ar.', 'key': 'dixoi/nikos'}