Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δίχαλκον
δίχα
διχαστής
δίχηλος
διχῆ
διχήρης
διχθάδιος
διχθά
διχογνωμονέω
διχογνώμων
διχόθεν
διχοίνικος
διχομηνία
διχόμηνος
διχόμυθος
διχόνοια
διχόνοος
διχορραγής
διχόρροπος
διχοστασία
διχοστατέω
View word page
διχόθεν
διχόθεν adverbδίχα adv. from both sides, both ways, Aesch., Thuc., etc.
ShortDef
from both sides, both ways
Debugging
Headword:
διχόθεν
Headword (normalized):
διχόθεν
Headword (normalized/stripped):
διχοθεν
IDX:
8626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8629
Key:
dixo/qen
Data
{'content': 'διχόθεν\nadverbδίχα\n adv. from both sides, both ways, Aesch., Thuc., etc.', 'key': 'dixo/qen'}