Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
διχάζω
δίχαλκον
δίχα
διχαστής
δίχηλος
διχῆ
διχήρης
διχθάδιος
διχθά
διχογνωμονέω
διχογνώμων
διχόθεν
διχοίνικος
διχομηνία
διχόμηνος
διχόμυθος
διχόνοια
διχόνοος
View word page
διχθάδιος
διχθάδιος διχθάδιος, α, ον twofold, double, divided, Il.

ShortDef

twofold, double, divided

Debugging

Headword:
διχθάδιος
Headword (normalized):
διχθάδιος
Headword (normalized/stripped):
διχθαδιος
IDX:
8622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8625
Key:
dixqa/dios

Data

{'content': 'διχθάδιος\n διχθάδιος, α, ον\n twofold, double, divided, Il.', 'key': 'dixqa/dios'}