Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διφρουλκέω
διφροφορέω
διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
διχάζω
δίχαλκον
δίχα
διχαστής
δίχηλος
διχῆ
διχήρης
διχθάδιος
διχθά
διχογνωμονέω
διχογνώμων
διχόθεν
διχοίνικος
διχομηνία
διχόμηνος
διχόμυθος
View word page
διχῆ
διχῆ adverbδιχᾶadverb = δίχα, in two, asunder, Aesch., Plat., etc. in two ways, Plat., Dem.
ShortDef
in two, asunder
Debugging
Headword:
διχῆ
Headword (normalized):
διχῆ
Headword (normalized/stripped):
διχη
IDX:
8620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8623
Key:
dixh=
Data
{'content': 'διχῆ\nadverbδιχᾶadverb\n = δίχα,\n in two, asunder, Aesch., Plat., etc.\n in two ways, Plat., Dem.', 'key': 'dixh='}