Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διφρηλάτης
δίφριος
δίφροντις
δίφρος
διφρουλκέω
διφροφορέω
διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
διχάζω
δίχαλκον
δίχα
διχαστής
δίχηλος
διχῆ
διχήρης
διχθάδιος
διχθά
διχογνωμονέω
διχογνώμων
διχόθεν
View word page
δίχαλκον
δίχαλκον -ου, τό, a double chalcos, = 1/4 of an obol, Anth.
ShortDef
a double chalcos
Debugging
Headword:
δίχαλκον
Headword (normalized):
δίχαλκον
Headword (normalized/stripped):
διχαλκον
IDX:
8616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8619
Key:
di/xalkon
Data
{'content': 'δίχαλκον\n -ου, τό, \n a double chalcos, = 1/4 of an obol, Anth.', 'key': 'di/xalkon'}