Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διφρηλατέω
διφρηλάτης
δίφριος
δίφροντις
δίφρος
διφρουλκέω
διφροφορέω
διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
διχάζω
δίχαλκον
δίχα
διχαστής
δίχηλος
διχῆ
διχήρης
διχθάδιος
διχθά
διχογνωμονέω
διχογνώμων
View word page
διχάζω
διχάζω δίχα to divide in two, Plat.: δ. τινὰ κατά τινος to divide one against another, NTest.
ShortDef
to divide in two
Debugging
Headword:
διχάζω
Headword (normalized):
διχάζω
Headword (normalized/stripped):
διχαζω
IDX:
8615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8618
Key:
dixa/zw
Data
{'content': 'διχάζω\n δίχα\n to divide in two, Plat.: δ. τινὰ κατά τινος to divide one against another, NTest.', 'key': 'dixa/zw'}