Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διφρεύω
διφρηλατέω
διφρηλάτης
δίφριος
δίφροντις
δίφρος
διφρουλκέω
διφροφορέω
διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
διχάζω
δίχαλκον
δίχα
διχαστής
δίχηλος
διχῆ
διχήρης
διχθάδιος
διχθά
διχογνωμονέω
View word page
δίφυιος
δίφυιος δί-φυιος (ῐ), ον = διφυής· also = δύο, Aesch.

ShortDef

double by nature

Debugging

Headword:
δίφυιος
Headword (normalized):
δίφυιος
Headword (normalized/stripped):
διφυιος
IDX:
8614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8617
Key:
di/fuios

Data

{'content': 'δίφυιος\n δί-φυιος (ῐ), ον\n = διφυής· also = δύο, Aesch.', 'key': 'di/fuios'}