Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διφρεία
διφρευτής
διφρεύω
διφρηλατέω
διφρηλάτης
δίφριος
δίφροντις
δίφρος
διφρουλκέω
διφροφορέω
διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
διχάζω
δίχαλκον
δίχα
διχαστής
δίχηλος
διχῆ
διχήρης
διχθάδιος
View word page
διφροφόρος
διφροφόρος διφροφόρος ον φέρω carrying a camp-stool; of the female μέτοικοι, who carried seats for the κανηφόροι, Ar. carrying another upon a δίφρος, Plut.

ShortDef

carrying a camp-stool

Debugging

Headword:
διφροφόρος
Headword (normalized):
διφροφόρος
Headword (normalized/stripped):
διφροφορος
IDX:
8612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8615
Key:
difrofo/ros

Data

{'content': 'διφροφόρος\n διφροφόρος ον\n φέρω\n carrying a camp-stool; of the female μέτοικοι, who carried seats for the κανηφόροι, Ar.\n carrying another upon a δίφρος, Plut.', 'key': 'difrofo/ros'}