Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δίφραξ
διφρεία
διφρευτής
διφρεύω
διφρηλατέω
διφρηλάτης
δίφριος
δίφροντις
δίφρος
διφρουλκέω
διφροφορέω
διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
διχάζω
δίχαλκον
δίχα
διχαστής
δίχηλος
διχῆ
διχήρης
View word page
διφροφορέω
διφροφορέω to carry in a chair or litter:— Pass. to travel in one, Hdt. to carry a campstool, Ar. from διφροφόρος
ShortDef
to carry in a chair
Debugging
Headword:
διφροφορέω
Headword (normalized):
διφροφορέω
Headword (normalized/stripped):
διφροφορεω
IDX:
8611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8614
Key:
difrofore/w
Data
{'content': 'διφροφορέω\n to carry in a chair or litter:— Pass. to travel in one, Hdt.\n to carry a campstool, Ar.\n from διφροφόρος', 'key': 'difrofore/w'}