Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διφήτωρ
διφθέρα
διφθερίας
διφθέρινος
δίφραξ
διφρεία
διφρευτής
διφρεύω
διφρηλατέω
διφρηλάτης
δίφριος
δίφροντις
δίφρος
διφρουλκέω
διφροφορέω
διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
διχάζω
δίχαλκον
δίχα
View word page
δίφριος
δίφριος δίφριος, α, ον of a chariot: neut. pl. as adv., δίφρια συρόμενος dragged at the chariot wheels, Anth.
ShortDef
of a chariot
Debugging
Headword:
δίφριος
Headword (normalized):
δίφριος
Headword (normalized/stripped):
διφριος
IDX:
8607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8610
Key:
di/frios
Data
{'content': 'δίφριος\n δίφριος, α, ον\n of a chariot: neut. pl. as adv., δίφρια συρόμενος dragged at the chariot wheels, Anth.', 'key': 'di/frios'}