Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διυφαίνω
διφάσιος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθερίας
διφθέρινος
δίφραξ
διφρεία
διφρευτής
διφρεύω
διφρηλατέω
διφρηλάτης
δίφριος
δίφροντις
δίφρος
διφρουλκέω
διφροφορέω
διφροφόρος
διφυής
δίφυιος
View word page
διφρεύω
διφρεύω δίφρος to drive a chariot, Eur.; αἴγλαν ἐδίφρευε drove his beaming car, Eur.

ShortDef

to drive a chariot

Debugging

Headword:
διφρεύω
Headword (normalized):
διφρεύω
Headword (normalized/stripped):
διφρευω
IDX:
8604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8607
Key:
difreu/w

Data

{'content': 'διφρεύω\n δίφρος\n to drive a chariot, Eur.; αἴγλαν ἐδίφρευε drove his beaming car, Eur.', 'key': 'difreu/w'}