Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διτάλαντος
διυλίζω
διυπνίζω
διυφαίνω
διφάσιος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθερίας
διφθέρινος
δίφραξ
διφρεία
διφρευτής
διφρεύω
διφρηλατέω
διφρηλάτης
δίφριος
δίφροντις
δίφρος
διφρουλκέω
διφροφορέω
View word page
δίφραξ
δίφραξ δίφραξ, ᾰκος, poet. for δίφρος a seat, chair, Theocr.
ShortDef
a seat, chair
Debugging
Headword:
δίφραξ
Headword (normalized):
δίφραξ
Headword (normalized/stripped):
διφραξ
IDX:
8601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8604
Key:
di/frac
Data
{'content': 'δίφραξ\n δίφραξ, ᾰκος,\n poet. for δίφρος\n a seat, chair, Theocr.', 'key': 'di/frac'}