Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δίστολος
δίστομος
δισύλλαβος
δισχίλιοι
διτάλαντος
διυλίζω
διυπνίζω
διυφαίνω
διφάσιος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθερίας
διφθέρινος
δίφραξ
διφρεία
διφρευτής
διφρεύω
διφρηλατέω
διφρηλάτης
δίφριος
View word page
διφήτωρ
διφήτωρ δῑφήτωρ, ορος, διφάω a searcher, χρυσοῦ after gold, Anth.

ShortDef

a searcher

Debugging

Headword:
διφήτωρ
Headword (normalized):
διφήτωρ
Headword (normalized/stripped):
διφητωρ
IDX:
8597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8600
Key:
difh/twr

Data

{'content': 'διφήτωρ\n δῑφήτωρ, ορος,\n διφάω\n a searcher, χρυσοῦ after gold, Anth.', 'key': 'difh/twr'}