Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αἰνόλινος
αἰνόλυκος
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
Αἰνόπαρις
αἰνοπάτηρ
αἰνός
αἶνος
αἰνοτόκεια
αἰνοτύραννος
αἴνυμαι
αἴξ
Αἰολεύς
αἰολίζω
Αἰολικός
αἰόλλω
αἰολοβρόντης
αἰολοθώρηξ
αἰολόμητις
αἰολομίτρης
αἰολόπωλος
View word page
αἴνυμαι
αἴνυμαι to take, take off, take hold of, Hom.; c. gen. partit., τυρῶν αἰνυμένους taking of the cheeses, Od.
ShortDef
to take, take off, take hold of
Debugging
Headword:
αἴνυμαι
Headword (normalized):
αἴνυμαι
Headword (normalized/stripped):
αινυμαι
IDX:
860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n860
Key:
ai)/numai
Data
{'content': 'αἴνυμαι\n to take, take off, take hold of, Hom.; c. gen. partit., τυρῶν αἰνυμένους taking of the cheeses, Od.', 'key': 'ai)/numai'}