Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διστάζω
δίστιχος
δίστολος
δίστομος
δισύλλαβος
δισχίλιοι
διτάλαντος
διυλίζω
διυπνίζω
διυφαίνω
διφάσιος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθερίας
διφθέρινος
δίφραξ
διφρεία
διφρευτής
διφρεύω
διφρηλατέω
View word page
διφάσιος
διφάσιος δι-φάσιος (ᾰ), η, ον = διπλάσιος two-fold, double, Lat. bifarius, Hdt. in pl. = δύο, Hdt.
ShortDef
two-fold, double
Debugging
Headword:
διφάσιος
Headword (normalized):
διφάσιος
Headword (normalized/stripped):
διφασιος
IDX:
8595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8598
Key:
difa/sios
Data
{'content': 'διφάσιος\n δι-φάσιος (ᾰ), η, ον\n = διπλάσιος\n two-fold, double, Lat. bifarius, Hdt.\n in pl. = δύο, Hdt.', 'key': 'difa/sios'}