διφάσιος
διφάσιος
δι-φάσιος (ᾰ), η, ον
= διπλάσιος
two-fold, double, Lat. bifarius, Hdt.
in pl. = δύο, Hdt.
{ "content": "διφάσιος\n δι-φάσιος (ᾰ), η, ον\n = διπλάσιος\n two-fold, double, Lat. bifarius, Hdt.\n in pl. = δύο, Hdt.", "key": "difa/sios" }