Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δίσκος
δίσκουρα
δισκοφόρος
δισμύριοι
-δις
Δίς
δίς
δισσάρχης
δισσός
διστάζω
δίστιχος
δίστολος
δίστομος
δισύλλαβος
δισχίλιοι
διτάλαντος
διυλίζω
διυπνίζω
διυφαίνω
διφάσιος
διφάω
View word page
δίστιχος
δίστιχος δίστιχος ον of two verses, Anth. as Subst., δίστιχον, ου, τό, a distich, Anth.
ShortDef
of two verses
Debugging
Headword:
δίστιχος
Headword (normalized):
δίστιχος
Headword (normalized/stripped):
διστιχος
IDX:
8586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8589
Key:
di/stixos
Data
{'content': 'δίστιχος\n δίστιχος ον\n of two verses, Anth.\n as Subst., δίστιχον, ου, τό, a distich, Anth.', 'key': 'di/stixos'}