Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δισκοβόλος
δίσκος
δίσκουρα
δισκοφόρος
δισμύριοι
-δις
Δίς
δίς
δισσάρχης
δισσός
διστάζω
δίστιχος
δίστολος
δίστομος
δισύλλαβος
δισχίλιοι
διτάλαντος
διυλίζω
διυπνίζω
διυφαίνω
διφάσιος
View word page
διστάζω
διστάζω δίς to be in doubt, hesitate, Plat.
ShortDef
to be in doubt, hesitate
Debugging
Headword:
διστάζω
Headword (normalized):
διστάζω
Headword (normalized/stripped):
δισταζω
IDX:
8585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8588
Key:
dista/zw
Data
{'content': 'διστάζω\n δίς\n to be in doubt, hesitate, Plat.', 'key': 'dista/zw'}