Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δισκέω
δίσκημα
δίσκηπτρος
δισκοβόλος
δίσκος
δίσκουρα
δισκοφόρος
δισμύριοι
-δις
Δίς
δίς
δισσάρχης
δισσός
διστάζω
δίστιχος
δίστολος
δίστομος
δισύλλαβος
δισχίλιοι
διτάλαντος
διυλίζω
View word page
δίς
δίς adverbfor δυΐς from δύο twice, doubly, Lat. bis, Od., Hdt., Attic
ShortDef
twice, doubly
Debugging
Headword:
δίς
Headword (normalized):
δίς
Headword (normalized/stripped):
δις
IDX:
8582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8585
Key:
di/s
Data
{'content': 'δίς\nadverbfor δυΐς from δύο\n twice, doubly, Lat. bis, Od., Hdt., Attic', 'key': 'di/s'}