Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δίπυρος
δίρρυμος
δίσαβος
δίσευνος
δισθανής
δισκεύω
δισκέω
δίσκημα
δίσκηπτρος
δισκοβόλος
δίσκος
δίσκουρα
δισκοφόρος
δισμύριοι
-δις
Δίς
δίς
δισσάρχης
δισσός
διστάζω
δίστιχος
View word page
δίσκος
δίσκος δίσκος, ὁ, δικεῖν a sort of quoit, made of stone, Od. anything quoit-shaped, a trencher, Anth.:— a mirror, Anth.
ShortDef
discus, quoit , of metal or stone
Debugging
Headword:
δίσκος
Headword (normalized):
δίσκος
Headword (normalized/stripped):
δισκος
IDX:
8576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8579
Key:
di/skos
Data
{'content': 'δίσκος\n δίσκος, ὁ,\n δικεῖν\n a sort of quoit, made of stone, Od.\n anything quoit-shaped, a trencher, Anth.:— a mirror, Anth.', 'key': 'di/skos'}