Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δίπορος
διπόταμος
δίπους
δίπτυχος
δίπυλος
δίπυρος
δίρρυμος
δίσαβος
δίσευνος
δισθανής
δισκεύω
δισκέω
δίσκημα
δίσκηπτρος
δισκοβόλος
δίσκος
δίσκουρα
δισκοφόρος
δισμύριοι
-δις
Δίς
View word page
δισκεύω
δισκεύω fut. σω = δισκέω Pass. to be pitched, Eur.

ShortDef

to be pitched

Debugging

Headword:
δισκεύω
Headword (normalized):
δισκεύω
Headword (normalized/stripped):
δισκευω
IDX:
8571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8574
Key:
diskeu/w

Data

{'content': 'δισκεύω\n fut. σω\n = δισκέω\n Pass. to be pitched, Eur.', 'key': 'diskeu/w'}